- ἐπήρης
- ἐπήρης, ες,A equipped, esp. of ships,
πλοῖα Agatharch.83
; ἐ. κελήτιον a boat furnished with oars, Arr.An.5.7.3: generally,ἐ. πτερύγεσσιν Max.415
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
πλοῖα Agatharch.83
; ἐ. κελήτιον a boat furnished with oars, Arr.An.5.7.3: generally,ἐ. πτερύγεσσιν Max.415
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
επήρης — ἐπήρης, ες (Α) 1. ο εφοδιασμένος με κάτι 2. (για πλοία) εξοπλισμένος, αρματωμένος 3. ο εφοδιασμένος με κουπιά 4. ο έτοιμος να αποπλεύσει. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ήρης (< ερέτης*)] … Dictionary of Greek
-ηρης — (I) < ΙE *ar «ταιριάζω, συνδέω», (απ όπου το αραρίσκω* «συνδέω, ταιριάζω εφοδιάζω»), με έκταση (λόγω τής συνθέσεως). Την ίδια σημασία («εφοδιασμένος με, έχων...») έχει και το ήρης (πρβλ. ξιφ ήρης, χαλκ ήρης, κ.ά.), ενώ λειτουργεί ως απλό… … Dictionary of Greek